ενύδρωση

ενύδρωση
η
1. μεταβολή μιας στερεάς ουσίας σε υγρή
2. απορρόφηση υγρασίας ή νερού
3. χημ. η ενυδάτωση, η εισαγωγή νερού σε χημική ένωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενυδρωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενύδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”